ἐνοχλήσῃς

ἐνοχλήσῃς
ἐνοχλέω
trouble
aor subj act 2nd sg
ἐνοχλέω
trouble
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αοχλησία — ἀοχλησία, η (Α) έλλειψη ενόχλησης …   Dictionary of Greek

  • κοιναισθησιοπάθεια — η επώδυνη αντίληψη ή, συχνότερα, απλό αίσθημα ενόχλησης που συνήθως δεν εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο όργανο και δεν έχει αντικειμενική οργανική βάση, για το μη πραγματικό τής οποίας έχει επίγνωση ο ασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σκάνταλος — ο / σκάνδαλος, ΝΑ νεοελλ. (κυρίως) παιδί που προκαλεί φασαρία, που δίνει αφορμές φιλονικίας ή ενόχλησης, πολύ ζωηρό, ταραξίας αρχ. (κατά τον Ησύχ.) εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκάνταλο, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”